ινδοευρωπαϊκή

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ινδοευρωπαϊκή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ινδοευρωπαϊκός

Ουσιαστικό

ινδοευρωπαϊκή θηλυκό

  1. (εθνολογία, εννοείται ουσιαστικό: φυλή) υποθετική προϊστορική εθνολογική ομάδα της Ευρασίας που μιλούσε την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα
  2. (γλωσσολογία, εννοείται ουσιαστικό: γλώσσα) που αναφέρεται στην οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, όπως προκύπτει σύμφωνα με τις μεθόδους της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ινδοευρωπαϊκή

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.