ινδοευρωπαϊκή
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ινδοευρωπαϊκή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ινδοευρωπαϊκός
Ουσιαστικό
ινδοευρωπαϊκή θηλυκό
- (εθνολογία, εννοείται ουσιαστικό: φυλή) υποθετική προϊστορική εθνολογική ομάδα της Ευρασίας που μιλούσε την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα
- (γλωσσολογία, εννοείται ουσιαστικό: γλώσσα) που αναφέρεται στην οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, όπως προκύπτει σύμφωνα με τις μεθόδους της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας
- πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα
-
ινδοευρωπαϊκές γλώσσες στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ινδοευρωπαϊκή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ινδοευρωπαϊκή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ινδοευρωπαϊκός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.