νεκρόψυχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεκρόψυχος η νεκρόψυχη το νεκρόψυχο
      γενική του νεκρόψυχου της νεκρόψυχης του νεκρόψυχου
    αιτιατική τον νεκρόψυχο τη νεκρόψυχη το νεκρόψυχο
     κλητική νεκρόψυχε νεκρόψυχη νεκρόψυχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεκρόψυχοι οι νεκρόψυχες τα νεκρόψυχα
      γενική των νεκρόψυχων των νεκρόψυχων των νεκρόψυχων
    αιτιατική τους νεκρόψυχους τις νεκρόψυχες τα νεκρόψυχα
     κλητική νεκρόψυχοι νεκρόψυχες νεκρόψυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νεκρόψυχος < νεκρό- + -ψυχος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

νεκρόψυχος, -η, -ο

  1. άνθρωπος άκαρδος και ψυχρός
  2. νεκρός που πέθανε πλήρως (πχ. γιατί εξόργισε τους θεούς)
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) άθυμος, άψυχος, δειλός, νωθρός, αδρανής, χωρίς τσαγανό, φλώρος, φλωράτζα κοιμήσης, κοιμισμένος
  4. (μειωτικό) ο άθεος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.