τσαγανό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το τσαγανό
      γενική του τσαγανού
    αιτιατική το τσαγανό
     κλητική τσαγανό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσαγανό < η αιτιατική πτώση του αρσενικού τσαγανός (ο κάβουρας) που θεωρήθηκε ουδέτερο. [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡sa.ɣaˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσαγανό

Ουσιαστικό

τσαγανό ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

τσαγανό αρσενικό

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.