παραστατικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παραστατικό | τα | παραστατικά |
| γενική | του | παραστατικού | των | παραστατικών |
| αιτιατική | το | παραστατικό | τα | παραστατικά |
| κλητική | παραστατικό | παραστατικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
παραστατικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παραστατικός
Ουσιαστικό
παραστατικό ουδέτερο
- (λογιστική) οποιοδήποτε φορολογικό αποδεικτικό έγγραφο καταγράφει μοναδικά μία δαπάνη, π.χ. απόδειξη, τιμολόγιο, ή μετακίνηση εμπορευμάτων και άλλων αντικειμένων, π.χ. δελτίο αποστολής
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
παραστατικό
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
παραστατικό
- αιτιατική ενικού του παραστατικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παραστατικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.