ναυλωτικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ναυλωτικό | τα | ναυλωτικά |
| γενική | του | ναυλωτικού | των | ναυλωτικών |
| αιτιατική | το | ναυλωτικό | τα | ναυλωτικά |
| κλητική | ναυλωτικό | ναυλωτικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ναυλωτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ναυλωτικός < ελληνιστική κοινή ναυλωτικός
Μεταφράσεις
ναυλωτικό
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.