τσάρτερ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τσάρτερ < αγγλική charter
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈt͡saɾ.teɾ/
Ουσιαστικό
τσάρτερ ουδέτερο άκλιτο
- έκτακτη αεροπορική πτήση, ναυλωμένη από ταξιδιωτική εταιρία για ομαδικές μετακινήσεις
- (συνεκδοχικά) αεροσκάφος που εκτελεί τέτοια πτήση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.