φορτωτική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φορτωτική | οι | φορτωτικές |
| γενική | της | φορτωτικής | των | φορτωτικών |
| αιτιατική | τη | φορτωτική | τις | φορτωτικές |
| κλητική | φορτωτική | φορτωτικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φορτωτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου φορτωτικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /foɾ.to.tiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φορ‐τω‐τι‐κή
Ουσιαστικό
φορτωτική θηλυκό
-
φορτωτική στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
φορτωτική
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φορτωτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του φορτωτικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
Πηγές
- φορτωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.