ναύλωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναύλωση οι ναυλώσεις
      γενική της ναύλωσης* των ναυλώσεων
    αιτιατική τη ναύλωση τις ναυλώσεις
     κλητική ναύλωση ναυλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ναυλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ναύλωση < (ελληνιστική κοινή) ναύλωσις < ναυλόω / ναυλῶ

Ουσιαστικό

ναύλωση θηλυκό

  1. η ενέργεια του ναυλώνω
  2. (ναυτικός όρος) μίσθωση πλοίου
    η ναύλωση πλοίων διέπεται από εθνικούς και διεθνείς κανονισμούς και πρακτικές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.