ναυλοσυμφωνητικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ναυλοσυμφωνητικό | τα | ναυλοσυμφωνητικά |
| γενική | του | ναυλοσυμφωνητικού | των | ναυλοσυμφωνητικών |
| αιτιατική | το | ναυλοσυμφωνητικό | τα | ναυλοσυμφωνητικά |
| κλητική | ναυλοσυμφωνητικό | ναυλοσυμφωνητικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ναυλοσυμφωνητικό < ναύλος + -ο- + συμφωνητικό
Ουσιαστικό
ναυλοσυμφωνητικό ουδέτερο
- άλλη μορφή του ναυλοσύμφωνο
- ↪Μία ναύλωση αποδεικνύεται από το ναυλοσύμφωνο ή ναυλοσυμφωνητικό, που μπορεί όμως και να αντικατασταθεί από τη φορτωτική ή άλλο παραστατικό έγγραφο που ν’ αποδεικνύει τη παραλαβή τού προς φόρτωση πράγματος (εμπορεύματος). (*)
-
Charterparty στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ναυλοσυμφωνητικό
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.