ύπνωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ύπνωση | οι | υπνώσεις |
| γενική | της | ύπνωσης* | των | υπνώσεων |
| αιτιατική | την | ύπνωση | τις | υπνώσεις |
| κλητική | ύπνωση | υπνώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υπνώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ύπνωση < υπνώνω < ὑπνόω-ῶ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.