ναρκώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ναρκώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ναρκώνω
  2. θα ναρκώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ναρκώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ναρκώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νάρκωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.