ναρκώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ναρκώνω < ελληνιστική κοινή ναρκόω / ναρκῶ < αρχαία ελληνική νάρκη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)nerq- < *(s)ner- (γυρίζω, στρέφω) ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική narcose)
Προφορά
- ΔΦΑ : /naɾˈko.no/
Ρήμα
ναρκώνω, πρτ.: νάρκωνα, στ.μέλλ.: θα ναρκώσω, αόρ.: νάρκωσα, παθ.φωνή: ναρκώνομαι, μτχ.π.π.: ναρκωμένος
- φέρνω κάποιον σε κατάσταση νάρκης ή υπνηλίας
- αυτή η σιγανή μουσική με ναρκώνει
- οι απαγωγείς νάρκωσαν το θύμα τους με μια υπνωτική ένεση
- (ιατρική) χορηγώ σε κάποιον αναισθητική ουσία πριν από χειρουργική επέμβαση
Συνώνυμα
Συγγενικά
- νάρκωση
- ναρκωτικός
- → δείτε τη λέξη νάρκη
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ναρκώνω | νάρκωνα | θα ναρκώνω | να ναρκώνω | ναρκώνοντας | |
| β' ενικ. | ναρκώνεις | νάρκωνες | θα ναρκώνεις | να ναρκώνεις | νάρκωνε | |
| γ' ενικ. | ναρκώνει | νάρκωνε | θα ναρκώνει | να ναρκώνει | ||
| α' πληθ. | ναρκώνουμε | ναρκώναμε | θα ναρκώνουμε | να ναρκώνουμε | ||
| β' πληθ. | ναρκώνετε | ναρκώνατε | θα ναρκώνετε | να ναρκώνετε | ναρκώνετε | |
| γ' πληθ. | ναρκώνουν(ε) | νάρκωναν ναρκώναν(ε) |
θα ναρκώνουν(ε) | να ναρκώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | νάρκωσα | θα ναρκώσω | να ναρκώσω | ναρκώσει | ||
| β' ενικ. | νάρκωσες | θα ναρκώσεις | να ναρκώσεις | νάρκωσε | ||
| γ' ενικ. | νάρκωσε | θα ναρκώσει | να ναρκώσει | |||
| α' πληθ. | ναρκώσαμε | θα ναρκώσουμε | να ναρκώσουμε | |||
| β' πληθ. | ναρκώσατε | θα ναρκώσετε | να ναρκώσετε | ναρκώστε | ||
| γ' πληθ. | νάρκωσαν ναρκώσαν(ε) |
θα ναρκώσουν(ε) | να ναρκώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ναρκώσει | είχα ναρκώσει | θα έχω ναρκώσει | να έχω ναρκώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ναρκώσει | είχες ναρκώσει | θα έχεις ναρκώσει | να έχεις ναρκώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ναρκώσει | είχε ναρκώσει | θα έχει ναρκώσει | να έχει ναρκώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ναρκώσει | είχαμε ναρκώσει | θα έχουμε ναρκώσει | να έχουμε ναρκώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ναρκώσει | είχατε ναρκώσει | θα έχετε ναρκώσει | να έχετε ναρκώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ναρκώσει | είχαν ναρκώσει | θα έχουν ναρκώσει | να έχουν ναρκώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.