μύδρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μύδρος | οι | μύδροι |
| γενική | του | μύδρου | των | μύδρων |
| αιτιατική | τον | μύδρο | τους | μύδρους |
| κλητική | μύδρε | μύδροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μύδρος < αρχαία ελληνική μύδρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmi.ðɾos/
Ουσιαστικό
μύδρος αρσενικό
- πέτρωμα σε τήξη που τινάζεται από ηφαίστειο
- (παρωχημένο) βλήμα πυροβόλου όπλου παλαιότερης εποχής (βλήμα ολμοβόλου, οβίδα κανονιού)
- (μεταφορικά) έντονη κριτική
- ο λυκειάρχης εξαπέλυσε μύδρους εναντίον των μαθητών
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.