μύδρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μύδρος οι μύδροι
      γενική του μύδρου των μύδρων
    αιτιατική τον μύδρο τους μύδρους
     κλητική μύδρε μύδροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μύδρος < αρχαία ελληνική μύδρος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmi.ðɾos/

Ουσιαστικό

μύδρος αρσενικό

  1. πέτρωμα σε τήξη που τινάζεται από ηφαίστειο
  2. (παρωχημένο) βλήμα πυροβόλου όπλου παλαιότερης εποχής (βλήμα ολμοβόλου, οβίδα κανονιού)
  3. (μεταφορικά) έντονη κριτική
    ο λυκειάρχης εξαπέλυσε μύδρους εναντίον των μαθητών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

μύδρος αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.