μυδραλιοβόλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μυδραλιοβόλο τα μυδραλιοβόλα
      γενική του μυδραλιοβόλου των μυδραλιοβόλων
    αιτιατική το μυδραλιοβόλο τα μυδραλιοβόλα
     κλητική μυδραλιοβόλο μυδραλιοβόλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυδραλιοβόλο < (καθαρεύουσα) μυδραλλιοβόλον < μυδράλλιον + βάλλω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική mitrailleuse)

Ουσιαστικό

μυδραλιοβόλο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.