μόλυνση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μόλυνση | οι | μολύνσεις |
| γενική | της | μόλυνσης* | των | μολύνσεων |
| αιτιατική | τη | μόλυνση | τις | μολύνσεις |
| κλητική | μόλυνση | μολύνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μολύνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μόλυνση < αρχαία ελληνική μόλυνσις + μετάπλαση σε -ση, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική pollution
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmo.lin.si/
Ουσιαστικό
μόλυνση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μολύνω
- η εισαγωγή σε ζώντα οργανισμό παθογόνων μικροοργανισμών και ο συνακόλουθος πολλαπλασιασμός τους, με αποτέλεσμα την ασθένεια και τη γενικότερη διαταραχή του οργανισμού
- (συνεκδοχικά) ρύπανση
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μολύνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.