μόλυνσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μόλυνσῐς | αἱ | μολύνσεις |
| γενική | τῆς | μολύνσεως | τῶν | μολύνσεων |
| δοτική | τῇ | μολύνσει | ταῖς | μολύνσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | μόλυνσῐν | τὰς | μολύνσεις |
| κλητική ὦ! | μόλυνσῐ | μολύνσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μολύνσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μολυνσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- μόλυνσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- s.v. μολύνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.