συνακόλουθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνακόλουθος | η | συνακόλουθη | το | συνακόλουθο |
| γενική | του | συνακόλουθου | της | συνακόλουθης | του | συνακόλουθου |
| αιτιατική | τον | συνακόλουθο | τη | συνακόλουθη | το | συνακόλουθο |
| κλητική | συνακόλουθε | συνακόλουθη | συνακόλουθο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνακόλουθοι | οι | συνακόλουθες | τα | συνακόλουθα |
| γενική | των | συνακόλουθων | των | συνακόλουθων | των | συνακόλουθων |
| αιτιατική | τους | συνακόλουθους | τις | συνακόλουθες | τα | συνακόλουθα |
| κλητική | συνακόλουθοι | συνακόλουθες | συνακόλουθα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συνακόλουθος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
συνακόλουθος, -η, -ο
- αυτός που ακολουθεί ως συνέπεια
Μεταφράσεις
συνακόλουθος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.