μωσαϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μωσαϊκός | η | μωσαϊκή | το | μωσαϊκό |
| γενική | του | μωσαϊκού | της | μωσαϊκής | του | μωσαϊκού |
| αιτιατική | τον | μωσαϊκό | τη | μωσαϊκή | το | μωσαϊκό |
| κλητική | μωσαϊκέ | μωσαϊκή | μωσαϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μωσαϊκοί | οι | μωσαϊκές | τα | μωσαϊκά |
| γενική | των | μωσαϊκών | των | μωσαϊκών | των | μωσαϊκών |
| αιτιατική | τους | μωσαϊκούς | τις | μωσαϊκές | τα | μωσαϊκά |
| κλητική | μωσαϊκοί | μωσαϊκές | μωσαϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μωσαϊκός, -ή, -ό (το ουδέτερο φέρεται ουσιαστικοποιημένο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.