ψηφιδογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψηφιδογραφία οι ψηφιδογραφίες
      γενική της ψηφιδογραφίας των ψηφιδογραφιών
    αιτιατική την ψηφιδογραφία τις ψηφιδογραφίες
     κλητική ψηφιδογραφία ψηφιδογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψηφιδογραφία (μαρτυρείται από το 1870)[1] < ψηφίδα + -ο- + -γραφία

Ουσιαστικό

ψηφιδογραφία θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 1136, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.