ψηφιδογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψηφιδογραφία | οι | ψηφιδογραφίες |
| γενική | της | ψηφιδογραφίας | των | ψηφιδογραφιών |
| αιτιατική | την | ψηφιδογραφία | τις | ψηφιδογραφίες |
| κλητική | ψηφιδογραφία | ψηφιδογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη ψηφοθέτηση
Μεταφράσεις
ψηφιδογραφία
|
Αναφορές
- σελ. 1136, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.