μωρόπιστων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μωρόπιστων
- γενική πληθυντικού του μωρόπιστος
- γενική πληθυντικού του μωρόπιστη
- γενική πληθυντικού του μωρόπιστο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.