μωρόπιστων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μωρόπιστων

  1. γενική πληθυντικού του μωρόπιστος
  2. γενική πληθυντικού του μωρόπιστη
  3. γενική πληθυντικού του μωρόπιστο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.