μωρόπιστο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μωρόπιστο

  1. αιτιατική ενικού του μωρόπιστος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μωρόπιστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.