μπόγιας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπόγιας οι μπόγιες
      γενική του μπόγια
    αιτιατική τον μπόγια τους μπόγιες
     κλητική μπόγια μπόγιες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπόγιας < (άμεσο δάνειο) ιταλική boia < λατινική boia < αρχαία ελληνική βοεία (αντιδάνειο) < βόειος < βοῦς

Ουσιαστικό

μπόγιας αρσενικό

  1. (παρωχημένο, κυριολεκτικά) ο δήμιος
  2. (επάγγελμα) αυτός που μαζεύει τα αδέσποτα σκυλιά
  3. (μεταφορικά) ο κακός και σκληρόκαρδος άνθρωπος

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη βόδι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.