βοεία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | βοείᾱ | αἱ | βοεῖαι |
| γενική | τῆς | βοείᾱς | τῶν | βοειῶν |
| δοτική | τῇ | βοείᾳ | ταῖς | βοείαις |
| αιτιατική | τὴν | βοείᾱν | τὰς | βοείᾱς |
| κλητική ὦ! | βοείᾱ | βοεῖαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βοείᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βοείαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βοεία θηλυκό
- δέρμα βοδιού
- (συνεκδοχικά) ασπίδα από δέρμα βοδιού
- (συνεκδοχικά) λουρίδα από δέρμα βοδιού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.