βοεία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βοεί αἱ βοεῖαι
      γενική τῆς βοείᾱς τῶν βοειῶν
      δοτική τῇ βοεί ταῖς βοείαις
    αιτιατική τὴν βοείᾱν τὰς βοείᾱς
     κλητική ! βοεί βοεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βοεί
γεν-δοτ τοῖν  βοείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βοεία < θηλυκό του βόειος < βοῦς

Ουσιαστικό

βοεία θηλυκό

  1. δέρμα βοδιού
  2. (συνεκδοχικά) ασπίδα από δέρμα βοδιού
  3. (συνεκδοχικά) λουρίδα από δέρμα βοδιού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.