boia

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

boia < λατινική boia

Ουσιαστικό

boia (it)

  1. δήμιος
  2. εκτελεστής
  3. (μεταφορικά) κατεργάρης
  4. μπόγιας



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

boia < αρχαία ελληνική βοεία < βόειος < βοῦς

Ουσιαστικό

boia (la) θηλυκό

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική boia boiae
γενική boiae boiārum
δοτική boiae boiīs
αιτιατική boiam boiās
κλητική boia boiae
αφαιρετική boiā boiīs
(α' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.