μπουρίνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουρίνι τα μπουρίνια
      γενική του μπουρινιού των μπουρινιών
    αιτιατική το μπουρίνι τα μπουρίνια
     κλητική μπουρίνι μπουρίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπουρίνι < (άμεσο δάνειο) βενετική borin + < υστερολατινική borinus < ελληνιστική κοινή βορινός / βορεινός (αντιδάνειο) < αρχαία ελληνική Βορέας / Βορρᾶς

Προφορά

ΔΦΑ : /buˈɾi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπουρίνι

Ουσιαστικό

μπουρίνι ουδέτερο

  1. (άνεμος) αιφνίδιος δυνατός άνεμος
  2. (άνεμος) αιφνίδια μετάπτωση νοτίου ανέμου σε σφοδρό βόρειο
  3. (μεταφορικά) ξαφνικός εκνευρισμός, νεύρα

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.