βορινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βορινός η βορινή το βορινό
      γενική του βορινού της βορινής του βορινού
    αιτιατική τον βορινό τη βορινή το βορινό
     κλητική βορινέ βορινή βορινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βορινοί οι βορινές τα βορινά
      γενική των βορινών των βορινών των βορινών
    αιτιατική τους βορινούς τις βορινές τα βορινά
     κλητική βορινοί βορινές βορινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βορινός < (ελληνιστική κοινή) βορινός / βορρινός / βορεινός < αρχαία ελληνική Βορέας / Βορρᾶς < ὄρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃eros

Επίθετο

βορινός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.