προβέντζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προβέντζα οι προβέντζες
      γενική της προβέντζας των προβέντζων
    αιτιατική την προβέντζα τις προβέντζες
     κλητική προβέντζα προβέντζες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προβέντζα < ιταλική Provenza < οξιτανική Provença < λατινική provincia

Ουσιαστικό

προβέντζα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.