προβέντζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προβέντζα | οι | προβέντζες |
| γενική | της | προβέντζας | των | προβέντζων |
| αιτιατική | την | προβέντζα | τις | προβέντζες |
| κλητική | προβέντζα | προβέντζες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
προβέντζα θηλυκό
Μεταφράσεις
προβέντζα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.