μπαχάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπαχάρι | τα | μπαχάρια |
| γενική | του | μπαχαριού | των | μπαχαριών |
| αιτιατική | το | μπαχάρι | τα | μπαχάρια |
| κλητική | μπαχάρι | μπαχάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Κόκκοι μπαχαριού (ινδικό πιπέρι)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /baˈxa.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐χά‐ρι
Ουσιαστικό
μπαχάρι ουδέτερο
- (μπαχαρικό) είδος μπαχαρικού που φτιάχνεται από αποξηραμένους καρπούς δέντρου της Καραϊβικής (Pimenta dioica), γνωστό και ως ινδικό πιπέρι
- ※ Το τάγιζεν η μάνα του / ψωμί με το μπαχάρι (ταχτάρισμα δημοτικό) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- οποιοδήποτε μπαχαρικό
- ※ Τα μπαχάρια αδυνατίζουν (εφημερίδα Τα Νέα, Ένθετο «Υγεία», 3 Ιουλ. 2008)
Συγγενικά
- μπαχάρ
- μπαχούρι
- μπουχούρι
-
μπαχάρι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ινδικό πιπέρι
|
οποιοδήποτε μπαχαρικό
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.