بهار

Αραβικά (ar)

Ουσιαστικό

بهار (ar) (bahār)

Απόγονοι

بهار (bahār) (αραβικά)

οθωμανικά τουρκικά: بهار (bahar)
τουρκικά: bahar
νέα ελληνικά: μπαχάρι



Οθωμανικά τουρκικά (ota)

Ετυμολογία 1

بهار < (άμεσο δάνειο) περσική بهار (bahâr)

Ουσιαστικό

بهار (tr) (bahar)

  1. (εποχή) η άνοιξη
  2. o ανθός

Ετυμολογία 2

بهار < (άμεσο δάνειο) αραβική بَهَار (bahār)

Ουσιαστικό

بهار (tr) (bahar)




Περσικά (fa)

Ουσιαστικό

بهار (fa) (bahâr)

  1. (εποχή) η άνοιξη
  2. o ανθός

Κύριο όνομα

بهار (fa) (bahâr)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.