μπασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπασμένος η μπασμένη το μπασμένο
      γενική του μπασμένου της μπασμένης του μπασμένου
    αιτιατική τον μπασμένο την μπασμένη το μπασμένο
     κλητική μπασμένε μπασμένη μπασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπασμένοι οι μπασμένες τα μπασμένα
      γενική των μπασμένων των μπασμένων των μπασμένων
    αιτιατική τους μπασμένους τις μπασμένες τα μπασμένα
     κλητική μπασμένοι μπασμένες μπασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μπασμένος <
< μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μπάζω
< μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μπαίνω

Μετοχή

μπασμένος, -η, -ο

  1. που έχει μπει, που τον έχουν βάλει κάπου
  2. (κατ’ επέκταση) κατατοπισμένος, πληροφορημένος, μυημένος, έμπειρος
  3. (μεταφορικά)
    1. μικροκαμωμένος, μικρόσωμος
    2. (μειωτικό) καχεκτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.