μοτοποδήλατο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μοτοποδήλατο | τα | μοτοποδήλατα |
| γενική | του | μοτοποδήλατου & μοτοποδηλάτου |
των | μοτοποδήλατων & μοτοποδηλάτων |
| αιτιατική | το | μοτοποδήλατο | τα | μοτοποδήλατα |
| κλητική | μοτοποδήλατο | μοτοποδήλατα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μοτοποδήλατο (1.1) του 1902 της ελβετικής εταιρίας Motosacoche (βλ. μοτοσακό)

ιαπωνικής κατασκευής μοτοποδήλατο (1.2) της δεκαετίας του 1980
Ετυμολογία
- μοτοποδήλατο < μοτό + ποδήλατο μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική motor bicylce
Ουσιαστικό
μοτοποδήλατο ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών)
- δίκυκλο μηχανοκίνητο όχημα με πετάλια
- ποδήλατο με βοηθητικό κινητήρα
- μηχανάκι χαμηλού κυβισμού με ποδηλατικά πετάλια
- δίκυκλο μηχανοκίνητο όχημα με πετάλια
Μεταφράσεις
μοτοποδήλατο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.