μοτοσακό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μοτοσακό < προσαρμοσμένο άμεσο δάνειο από τη γαλλική Motosacoche. Aπό την επωνυμία ελβετικής εταιρίας μοτοσυκλετών, βλ. Motosacoche στη γαλλική Βικιπαίδεια 

Ουσιαστικό

μοτοσακό ουδέτερο άκλιτο

  • δίτροχο ελαφρύ όχημα με κινητήρα μικρής ιπποδύναμης· μοτοσικλέτα μικρού κυβισμού
      Επί ποδός πολέμου βρίσκονται εκατομμύρια ιδιοκτήτες σκούτερ στην Ιταλία, μετά την απόφαση της ιταλικής κυβέρνησης για απαγόρευση της κυκλοφορίας στο κέντρο των πόλεων κάθε βέσπας, μοτοσικλέτας και μοτοσακού που δεν ανταποκρίνεται στις αυστηρές προδιαγραφές εκπομπής καυσαερίων της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
    «Ο διωγμός ενός θρύλου», tovima.gr (25 Οκτωβρίου 1998/24 Νοεμβρίου 2008)· πρόσβαση: 2021-09-25).

  • μοτοσακός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.