μονώροφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονώροφος | η | μονώροφη | το | μονώροφο |
| γενική | του | μονώροφου | της | μονώροφης | του | μονώροφου |
| αιτιατική | τον | μονώροφο | τη | μονώροφη | το | μονώροφο |
| κλητική | μονώροφε | μονώροφη | μονώροφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονώροφοι | οι | μονώροφες | τα | μονώροφα |
| γενική | των | μονώροφων | των | μονώροφων | των | μονώροφων |
| αιτιατική | τους | μονώροφους | τις | μονώροφες | τα | μονώροφα |
| κλητική | μονώροφοι | μονώροφες | μονώροφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μονώροφος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μονώροφος.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε (μονός) μον- + -ώροφος (όροφος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /moˈno.ɾo.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νώ‐ρο‐φος
Αναφορές
- μονώροφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.