-ώροφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -ώροφος | η | -ώροφη | το | -ώροφο |
| γενική | του | -ώροφου | της | -ώροφης | του | -ώροφου |
| αιτιατική | τον | -ώροφο | τη(ν) | -ώροφη | το | -ώροφο |
| κλητική | -ώροφε | -ώροφη | -ώροφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -ώροφοι | οι | -ώροφες | τα | -ώροφα |
| γενική | των | -ώροφων | των | -ώροφων | των | -ώροφων |
| αιτιατική | τους | -ώροφους | τις | -ώροφες | τα | -ώροφα |
| κλητική | -ώροφοι | -ώροφες | -ώροφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -ώροφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ώροφος < όροφ(ος) + -ος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈo.ɾo.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ώ‐ρο‐φος
Επίθημα
-ώροφος, -η, -ο
- δεύτερο συνθετικό επιθέτων τα οποία αναφέρονται στον αριθμό των ορόφων μιας κατασκευής
- διώροφος, πενταώροφος, πολυώροφος
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ώροφος στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-ώροφος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -ώροφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.