μονώροφο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μονώροφο τα μονώροφα
      γενική του μονωρόφου
& μονώροφου
των μονωρόφων
    αιτιατική το μονώροφο τα μονώροφα
     κλητική μονώροφο μονώροφα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονώροφο < μονο- + όροφος, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του μονώροφος

Ουσιαστικό

μονώροφο ουδέτερο, (λόγιο) μονώροφον

  • οικοδόμημα που φέρει ένα ορόφο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.