μισοκοιμισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μισοκοιμισμένος | η | μισοκοιμισμένη | το | μισοκοιμισμένο |
| γενική | του | μισοκοιμισμένου | της | μισοκοιμισμένης | του | μισοκοιμισμένου |
| αιτιατική | τον | μισοκοιμισμένο | τη | μισοκοιμισμένη | το | μισοκοιμισμένο |
| κλητική | μισοκοιμισμένε | μισοκοιμισμένη | μισοκοιμισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μισοκοιμισμένοι | οι | μισοκοιμισμένες | τα | μισοκοιμισμένα |
| γενική | των | μισοκοιμισμένων | των | μισοκοιμισμένων | των | μισοκοιμισμένων |
| αιτιατική | τους | μισοκοιμισμένους | τις | μισοκοιμισμένες | τα | μισοκοιμισμένα |
| κλητική | μισοκοιμισμένοι | μισοκοιμισμένες | μισοκοιμισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μισοκοιμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μισοκοιμάμαι < μισο- (<μισός) + κοιμισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.