μικρόνους
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | μικρόνους | το | μικρόνουν | ||
| γενική | του/της | μικρόνου | του | μικρόνου | ||
| αιτιατική | τον/τη | μικρόνου | το | μικρόνουν | ||
| κλητική | μικρόνους* | μικρόνουν* | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | μικρόνοες | τα | μικρόνοα | ||
| γενική | των | μικρονόων | των | μικρονόων | ||
| αιτιατική | τους/τις | μικρόνοες | τα | μικρόνοα | ||
| κλητική | μικρόνοες | μικρόνοα | ||||
| * Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος. | ||||||
| Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μικρόνους < μικρό(νοια) + -νους (μικρό- + νους) αναδρομικός σχηματισμός κατά το άνοια - άνους [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /miˈkɾo.nus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρό‐νους
Συνώνυμα
Συγγενικά
- μικρονοϊκός
Μεταφράσεις
μικρόνους
|
Αναφορές
- μικρόνους - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.