μικρόνοια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικρόνοια οι μικρόνοιες
      γενική της μικρόνοιας των μικρονοιών
    αιτιατική τη μικρόνοια τις μικρόνοιες
     κλητική μικρόνοια μικρόνοιες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικρόνοια < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μικρόνοια < μικρό- + -νοια [1]

Ουσιαστικό

μικρόνοια θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.