μικροπρέπεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μικροπρέπεια | οι | μικροπρέπειες |
| γενική | της | μικροπρέπειας | των | μικροπρεπειών |
| αιτιατική | τη | μικροπρέπεια | τις | μικροπρέπειες |
| κλητική | μικροπρέπεια | μικροπρέπειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μικροπρέπεια < αρχαία ελληνική μικροπρέπεια < μικροπρεπής
Ουσιαστικό
μικροπρέπεια θηλυκό
- η μικροψυχία, η έλλειψη ανωτερότητας
- (ειδικότερα) η συμπεριφορά σε άλλον με άκριτη αυστηρότητα ή σχολαστικότητα από έλλειψη γενναιοφροσύνης
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μικροπρεπής
Μεταφράσεις
μικροπρέπεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.