σχολαστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σχολαστικότητα | οι | σχολαστικότητες |
| γενική | της | σχολαστικότητας | των | σχολαστικοτήτων |
| αιτιατική | τη | σχολαστικότητα | τις | σχολαστικότητες |
| κλητική | σχολαστικότητα | σχολαστικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σχολαστικότητα < σχολαστικός
Ουσιαστικό
σχολαστικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του σχολαστικού, η επιμονή στην εξέταση και τακτοποίηση και της παραμικρής λεπτομέρειας
- ο ερευνητής της αστυνομίας εξετάζει με μεγάλη προσοχή και σχολαστικότητα όλα τα ευρήματα από τον τόπο του εγκλήματος
- η σχολαστικότητα αυτού του ανθρώπου είναι το μεγαλύτερο προσόν του, καμιά φορά όμως γίνεται εκνευριστική
Μεταφράσεις
σχολαστικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.