μικροοικονομικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικροοικονομικός η μικροοικονομική το μικροοικονομικό
      γενική του μικροοικονομικού της μικροοικονομικής του μικροοικονομικού
    αιτιατική τον μικροοικονομικό τη μικροοικονομική το μικροοικονομικό
     κλητική μικροοικονομικέ μικροοικονομική μικροοικονομικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικροοικονομικοί οι μικροοικονομικές τα μικροοικονομικά
      γενική των μικροοικονομικών των μικροοικονομικών των μικροοικονομικών
    αιτιατική τους μικροοικονομικούς τις μικροοικονομικές τα μικροοικονομικά
     κλητική μικροοικονομικοί μικροοικονομικές μικροοικονομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μικροοικονομικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική microéconomique < αρχαία ελληνική μικρός + οἰκονομικός < οἶκος + νέμω

Επίθετο

μικροοικονομικός, -ή, -ό

  1. (οικονομία) που έχει σχέση με την μικροοικονομία ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) μικροοικονομική

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.