μικροοικονομική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η μικροοικονομική
      γενική της μικροοικονομικής
    αιτιατική τη μικροοικονομική
     κλητική μικροοικονομική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικροοικονομική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μικροοικονομικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική microéconomique < αρχαία ελληνική μικρός + οἰκονομικός < οἶκος + νέμω

Ουσιαστικό

μικροοικονομική θηλυκό, μόνο στον ενικό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μικροοικονομική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.