επιμελητεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιμελητεία οι επιμελητείες
      γενική της επιμελητείας των επιμελητειών
    αιτιατική την επιμελητεία τις επιμελητείες
     κλητική επιμελητεία επιμελητείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιμελητεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιμελητεία, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική intendance [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.me.liˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιμελητεία

Ουσιαστικό

επιμελητεία θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος) η διοικητική μέριμνα για τον εφοδιασμό στρατιωτικού σώματος με τρόφιμα ή / και πολεμοφόδια
  2. (στρατιωτικός όρος, παρωχημένο) το σχετικό κλιμάκιο που αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει αυτή την υποχρέωση

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.