μητροπολίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μητροπολίτης οι μητροπολίτες
      γενική του μητροπολίτη των μητροπολιτών
    αιτιατική τον μητροπολίτη τους μητροπολίτες
     κλητική μητροπολίτη μητροπολίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μητροπολίτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μητροπολίτης

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.tɾo.poˈli.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μητροπολίτης}}

Ουσιαστικό

μητροπολίτης αρσενικό

Υπερώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.