μητρόπολις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μητρόπολῐς | αἱ | μητροπόλεις |
| γενική | τῆς | μητροπόλεως | τῶν | μητροπόλεων |
| δοτική | τῇ | μητροπόλει | ταῖς | μητροπόλεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | μητρόπολῐν | τὰς | μητροπόλεις |
| κλητική ὦ! | μητρόπολῐ | μητροπόλεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μητροπόλει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μητροπολέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μητρόπολις < μητρό- + -πολις
Ουσιαστικό
μητρόπολις, -εως θηλυκό
- δωρικός τύπος : ματρόπολις
- ποιητικός τύπος: μητρόπτολις
- πατρόπολις (θηλυκό)
- μεγιστόπολις (επίθετο)
Πηγές
- μητρόπολις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.