μητρόπολις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μητρόπολῐς αἱ μητροπόλεις
      γενική τῆς μητροπόλεως τῶν μητροπόλεων
      δοτική τῇ μητροπόλει ταῖς μητροπόλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μητρόπολῐν τὰς μητροπόλεις
     κλητική ! μητρόπολῐ μητροπόλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μητροπόλει
γεν-δοτ τοῖν  μητροπολέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μητρόπολις < μητρό- + -πολις

Ουσιαστικό

μητρόπολις, -εως θηλυκό

  1. η μητρόπολη, μητρική πόλη μιας αποικίας
  2. η μητέρα πατρίδα
  3. μητρόπολη, μεγαλούπολη

  • δωρικός τύπος: ματρόπολις
  • ποιητικός τύπος: μητρόπτολις

Παράγωγα

 και δείτε τις λέξεις μήτηρ και πόλις

  • πατρόπολις (θηλυκό)
  • μεγιστόπολις (επίθετο)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.