μηδενικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μηδενικός | η | μηδενική | το | μηδενικό |
| γενική | του | μηδενικού | της | μηδενικής | του | μηδενικού |
| αιτιατική | τον | μηδενικό | τη | μηδενική | το | μηδενικό |
| κλητική | μηδενικέ | μηδενική | μηδενικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μηδενικοί | οι | μηδενικές | τα | μηδενικά |
| γενική | των | μηδενικών | των | μηδενικών | των | μηδενικών |
| αιτιατική | τους | μηδενικούς | τις | μηδενικές | τα | μηδενικά |
| κλητική | μηδενικοί | μηδενικές | μηδενικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μηδενικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το μηδέν ή ισούται με το μηδέν
- μηδενική ποσότητα: η ποσότητα που ισούται με μηδέν, ή δεν υπάρχει
- μηδενικό διάνυσμα είναι το διάνυσμα του οποίου το μήκος είναι μηδέν
- (μεταφορικά) που δεν είναι σπουδαίος ή είναι εντελώς ανύπαρκτος
- οι προσπάθειές μας έφεραν μηδενικό αποτέλεσμα
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.