μηδενικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηδενικό τα μηδενικά
      γενική του μηδενικού των μηδενικών
    αιτιατική το μηδενικό τα μηδενικά
     κλητική μηδενικό μηδενικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μηδενικό < μηδενικός

Ουσιαστικό

μηδενικό ουδέτερο

  1. το αριθμητικό ψηφίο μηδέν (0)
    ο αριθμός χίλια γράφεται με τρία μηδενικά
  2. ο μικρότερος βαθμός που μπορεί να πάρει κάποιος εξεταζόμενος
    πήρα ένα ωραίο μηδενικό στην Πολιτική Οικονομία
  3. (μεταφορικά) άνθρωπος χωρίς αξία
    είσαι ένα μηδενικό!

Παράγωγα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μηδενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.