μηδένιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μηδένιση | οι | μηδενίσεις |
| γενική | της | μηδένισης* | των | μηδενίσεων |
| αιτιατική | τη | μηδένιση | τις | μηδενίσεις |
| κλητική | μηδένιση | μηδενίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μηδενίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
μηδένιση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.