μηδενίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μηδενίζω < μηδέν + -ίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.ðeˈni.zo/

Ρήμα

μηδενίζω , πρτ.: μηδένιζα, στ.μέλλ.: θα μηδενίσω, αόρ.: μηδένισα, παθ.φωνή: μηδενίζομαι, μτχ.π.π.: μηδενισμένος

  1. (στο σχολείο) βαθμολογώ με το βαθμό μηδέν
  2. απαξιώνω ολοκληρωτικά μια προσπάθεια, ένα έργο, ένα αποτέλεσμα
  3. γυρίζω πίσω στο μηδέν την ένδειξη ενός μετρητή
    στο συνεργείο μού μηδένισαν το χιλιομετρητή

Σύνθετα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.