φωτογραφική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η φωτογραφική
      γενική της φωτογραφικής
    αιτιατική τη φωτογραφική
     κλητική φωτογραφική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωτογραφική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου φωτογραφικός

Προφορά

ΔΦΑ : /fo.to.ɣɾa.fiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φωτογραφική
ομόηχο: φωτογραφικοί

Ουσιαστικό

φωτογραφική θηλυκό

Συγγενικά

και

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φωτογραφική

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.